-
1 πρακτικός
πρακτικός, zum Thun od. Handeln gehörig, thätig, geschäftig, rüstig; πρακτικώτερος, Ar. Equ. 91; ἡ πρακτική, im Ggstz der γνωστική, Plat. Polit. 259 c; ἰταμότητος ὀξείας καὶ πρακτικῆς ἐνδεῖται, 311 a; πρακτικοί, neben φιλοϑεάμονες καὶ φιλότεχνοι, Rep. V, 476 a; πρακτικώτεροί ἐσμεν, Arist. eth. 6, 12; καὶ ἀγχίνους, Pol. 11, 25, 8; πρακτικώτατος καὶ νουνεχέστατος περὶ τὴν πολιτείαν, 7, 10, 5; auch = Erfolg, Nachdruck habend, oft auch adv., πρακτικῶς πρός τι διακεῖσϑαι, rüstig sein wozu, 6, 25, 4; τολμηρότερον καὶ πρακτικώτερον ἢ κατὰ τὴν ἡλικίαν χρώμενος ταῖς ἐπιβολαῖς, kühner und klüger, 5, 18, 7.
-
2 μνήμων
μνήμων, ον, eingedenk, sich erinnernd; Od. 21, 95; φόρτου μνήμων, 8, 163, neben ἐπίσκοπος ὁδαίων, der der Ladung eingedenk ist, sie im Gedächtniß behält, also die Stelle des späteren Schreibers vertrat, oder nach Nitzsch der Schiffsbefehlshaber selbst, in sofern er die Aufsicht über die Waaren führt, vgl. Schol. ὁ μεμνημένος πόσου ἐστὶν ἕκαστον ἄξιον, ὃν γραμματέα καλοῦσιν, woraus schon einige alte Erklärer den Schluß zogen, daß Homer noch nicht die Buchstabenschrift kannte, vgl. Wolf Proleg. p. 89; eine Art Behörde, welche die Abfassung von Verträgen u. gerichtlichen Dokumenten besorgte, nennt Arist. pol. 6, 8 ἱερομνήμονες, ἐπιστάται, μνήμονες (vgl. auch προμνήμων); so leitet auch Plut. Symp. 1 prooem. das Sprichwort μισέω μνάμονα συμπόταν von der sicilischen Benennung des ἐπίσταϑμος συμποσίου, μνάμων her, was richtiger nach Anderen a. a. O. heißt »man soll des beim Weine Gesprochenen nicht gedenken«; vgl. Luc. Conv. 3 u. Antp. Sid. 8 (XI, 31). – Gew. = mit gutem Gedächtniß, sich wohl erinnernd; Ἐρινύες, Aesch. Prom. 514 (wie Soph. Ai. 1369); ἣν ἐγγράφου σὺ μνήμοσιν δέλτοις φρενῶν, 791; mit εὐμαϑής vrbdn, Plat. Epinom. 985 a, vgl. Rep. VI, 487 a; καὶ ἀγχίνους, Legg. V, 747 b, wie Theaet. 144 a u. Pol. 13, 45; Xen. u. Folgende. – Adv. μνημόνως, Ael. H. A. 13, 22.
-
3 βραδύς
βραδύς, εῖα, ύ, langsam; βραδέες ἵπποι Iliad. 8, 104; Gegensatz ὠκύς Odyss. 8, 329 κιχάνει τοι βραδὺς ὠκύν, ὡς καὶ νῦν Ἥφαιστος ἐὼν βραδὺς εἷλεν Ἄρηα, ὠκύτατόν περ ἐόντα ϑεῶν; Gegensatz ταχύς Plat. Tim. 80 a; ϑᾶττον καὶ βραδύτερον Phil. 25 c; ὀξύς Thuc.; ποδωκέστατοι – βραδύτατοι Xen. Cyn. 5, 17; τὸ βραδύ, die Langsamkeit, Plat. Legg. VI, 766 e; c. inf., ὠφελεῖν πάτραν, saumselig, Eur. bei Ar. Ran. 1427. – Vom Geiste, dem ἀγχίνους entgeggstzt, Plat. Phaedr. 239 a; vgl. Iliad. 10, 226. – Von der Zeit, spät, Thuc. 7, 43; σὺν χρόνῳ βραδεῖ μολών Soph. Tr. 395; ὀψὲ καὶ βραδὺ τῆς ἡλικίας Heliod. 2, 29; βραδέως τῆς ἡμέρας D. L. 2, 139. – Comparat. gew. βραδύτερος, βραδύτατος; auch βραδίων, Hes. O. 526; Plut. Fab. 12; βράσσων (aus βραδίων) Hom. Iliad. 10, 226 ἀλλά τέ οἱ βράσσων τε νόος λεπτὴ δέ τε μῆτις; aber Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι οἱ γλωσσογράφοι βράσσων ἀντὶ τοῠ ἐλάσσων. οὐδαμοῠ κέχρηται τούτῳ Ὅμηρος. ἀποδοτέον οὖν βρασσόμενος, ταρασσόμενος διὰ τὸ δέος, οὐχ ἑστηκὼς διὰ τὴν ἀγωνίαν. ἅπαξ δὲ ἐνταῦϑα κέχρηται τῇ λέξει. Vgl. unter βράζω, βραχύς und βράσσων. – Superl. βράδιστος, E. M.; βάρδιστος, s. oben besonders.
-
4 βραδύς
Aβραδύτερος Th.4.8
; metath.βαρδύτερος Theoc.29.30
;βραδίων Artem.1.70
: [comp] Sup.βραδύτατος Ar.Fr. 357
, also βράδιστος (metath.βάρδιστος Il.23.310
, 530, Doroth(?).ap.Heph. Astr.3.30) Aret.SD1.6,βραδίστατος Ael.Fr. 325
:— slow,κιχάνει τοι β. ὠκύν Od.8.329
, etc.: c. inf., ἀλλά τοι ἵπποι βάρδιστοι θείειν slowest at running, Il.23.310;β. λέγειν E.HF 237
, etc.; τὸ β. delay, Pl.Lg. 766e. Adv.βραδέως, χωρεῖν Th.5.70
; , etc.: [comp] Comp.- ύτερον Hp.Prog.22
, Pl.Tht. 190a;βραδυτέρως Aen.Tact.16.12
; , Sor.1.117 (condemned by Luc.Sol.7): [comp] Sup. .2 of the mind, dull, sluggish,ἐπιλήσμων καί β. Ar.Nu. 129
; opp. ἀγχίνους, Pl.Phdr. 239a; βράδιστοι τὴν γνώμην Aret.l.c.: c. inf.,προνοῆσαι βραδεῖς Th.3.38
; τὸ β. καὶ μέλλον slowness and deliberation, Th.1.84. Adv. βραδέως, βουλεύεσθαι ib.78;β. ὀλίγην ὀργὴν ποιεῖσθαι Pl.Phdr. 233c
.3 in Egypt, of illiterates, βραδέως, βραδύτερον γράφειν, PTeb.316.101 (i A. D.), PRyl.173.13 (i A. D.); alsoβραδέα γράφουσα BGU446.19
(ii A. D.).II of Time, tardy, late,σὺν χρόνῳ β. μολών S.Tr. 395
, cf. Th.7.43;βραδεῖαν.. ὁδὸν πέμπων S.Aj. 738
. Adv.,ἕως βραδέως ἦν τῆς ἡμέρας D.L.2.139
: neut. as Adv.,ὀψὲ καὶ βραδὺ τῆς ἡλικίας Hld.2.29
; l.c.
См. также в других словарях:
αγχίνους — ουν (Α ἀγχίνους και ασυναίρ. ἀγχίνοος οον) αυτός που έχει γρήγορη αντίληψη, εύστροφο νου, ο έξυπνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + νοῦς. ΠΑΡ. ἀγχίνοια] … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
αγχίνοια — Η ετοιμότητα του πνεύματος, η οξύτητα του νου, η ευφυΐα, η ευστροφία, η κρίση. Ετυμολογικά, η α. προέρχεται από τις λέξεις άγχι (= κοντά) και νοώ. Οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν την έκφραση τη ση αγχινοία ως τιμητική προσφώνηση. Ως όρος της… … Dictionary of Greek
άγχι — ἄγχι (Α) (ποιητ. τ. επιρρ.) 1. (για τόπο και χρόνο) κοντά, πλησίον 2. (για ομοιότητα) όπως, σαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχω. ΠΑΡ. ἄγχιμος, ἀγχιστήρ, ἄγχιστος, ἀγχοῦ. ΣΥΝΘ. ἀγχέμαχος αρχ. ἄγχαυρος, ἀγχήρης, ἀγχίαλος, ἀγχιβαθής, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος,… … Dictionary of Greek